επαμφοτερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επαμφοτερίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαμφοτερίζω (είμαι δίσημος)[1] (< ἐπί + ἀμφοτερίζω < ἀμφότερος < ἄμφω)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επαμφοτερίζω | επαμφοτέριζα | θα επαμφοτερίζω | να επαμφοτερίζω | επαμφοτερίζοντας | |
| β' ενικ. | επαμφοτερίζεις | επαμφοτέριζες | θα επαμφοτερίζεις | να επαμφοτερίζεις | επαμφοτέριζε | |
| γ' ενικ. | επαμφοτερίζει | επαμφοτέριζε | θα επαμφοτερίζει | να επαμφοτερίζει | ||
| α' πληθ. | επαμφοτερίζουμε | επαμφοτερίζαμε | θα επαμφοτερίζουμε | να επαμφοτερίζουμε | ||
| β' πληθ. | επαμφοτερίζετε | επαμφοτερίζατε | θα επαμφοτερίζετε | να επαμφοτερίζετε | επαμφοτερίζετε | |
| γ' πληθ. | επαμφοτερίζουν(ε) | επαμφοτέριζαν επαμφοτερίζαν(ε) |
θα επαμφοτερίζουν(ε) | να επαμφοτερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επαμφοτέρισα | θα επαμφοτερίσω | να επαμφοτερίσω | επαμφοτερίσει | ||
| β' ενικ. | επαμφοτέρισες | θα επαμφοτερίσεις | να επαμφοτερίσεις | επαμφοτέρισε | ||
| γ' ενικ. | επαμφοτέρισε | θα επαμφοτερίσει | να επαμφοτερίσει | |||
| α' πληθ. | επαμφοτερίσαμε | θα επαμφοτερίσουμε | να επαμφοτερίσουμε | |||
| β' πληθ. | επαμφοτερίσατε | θα επαμφοτερίσετε | να επαμφοτερίσετε | επαμφοτερίστε | ||
| γ' πληθ. | επαμφοτέρισαν επαμφοτερίσαν(ε) |
θα επαμφοτερίσουν(ε) | να επαμφοτερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επαμφοτερίσει | είχα επαμφοτερίσει | θα έχω επαμφοτερίσει | να έχω επαμφοτερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επαμφοτερίσει | είχες επαμφοτερίσει | θα έχεις επαμφοτερίσει | να έχεις επαμφοτερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επαμφοτερίσει | είχε επαμφοτερίσει | θα έχει επαμφοτερίσει | να έχει επαμφοτερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επαμφοτερίσει | είχαμε επαμφοτερίσει | θα έχουμε επαμφοτερίσει | να έχουμε επαμφοτερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επαμφοτερίσει | είχατε επαμφοτερίσει | θα έχετε επαμφοτερίσει | να έχετε επαμφοτερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επαμφοτερίσει | είχαν επαμφοτερίσει | θα έχουν επαμφοτερίσει | να έχουν επαμφοτερίσει |
| |
Αναφορές
- επαμφοτερίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.