αυτοέπαινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοέπαινος οι αυτοέπαινοι
      γενική του αυτοέπαινου
& αυτοεπαίνου
των αυτοέπαινων
& αυτοεπαίνων
    αιτιατική τον αυτοέπαινο τους αυτοέπαινους
& αυτοεπαίνους
     κλητική αυτοέπαινε αυτοέπαινοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοέπαινος < αυτο- + έπαινος

Ουσιαστικό

αυτοέπαινος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.