υπεξαιρέσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υπεξαιρέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπεξαιρώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεξαιρώ
  3. θα υπεξαιρέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεξαιρώ



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υπεξαιρέσει θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.