επί το έργον
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
επί το έργον
- σε ώρα εργασίας / δραστηριότητας, κατά τη διάρκειά τους, στην πραγματοποίησή τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.