επίπνοια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίπνοια οι επίπνοιες
      γενική της επίπνοιας των επιπνοιών
    αιτιατική την επίπνοια τις επίπνοιες
     κλητική επίπνοια επίπνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίπνοια < αρχαία ελληνική ἐπίπνοια

Ουσιαστικό

επίπνοια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.