επίκρουση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίκρουση | οι | επικρούσεις |
| γενική | της | επίκρουσης* | των | επικρούσεων |
| αιτιατική | την | επίκρουση | τις | επικρούσεις |
| κλητική | επίκρουση | επικρούσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επικρούσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίκρουση < ελληνιστική κοινή ἐπίκρουσις
Ουσιαστικό
επίκρουση θηλυκό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επίκρουση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.