επίκρουση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίκρουση οι επικρούσεις
      γενική της επίκρουσης* των επικρούσεων
    αιτιατική την επίκρουση τις επικρούσεις
     κλητική επίκρουση επικρούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικρούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίκρουση < ελληνιστική κοινή ἐπίκρουσις

Ουσιαστικό

επίκρουση θηλυκό

  1. (ιατρική) η εξέταση ασθενούς με κρούση / χτύπημα των δακτύλων του ιατρού ή με χτύπημα ειδικού σφυριού
  2. η πυροδότηση εκρηκτικών με κρούση / χτύπημα σε καψούλι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.