επικρούσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επικρούσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικρούω
  2. θα επικρούσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικρούω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επικρούσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίκρουση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.