επέχω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επέχω < αρχαία ελληνική ἐπέχω («επέχω θέση»: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tenir lieu)
Εκφράσεις
- επέχω θέση (+ γενική): αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, ισοδυναμώ, αναπληρώνω
- οποιοδήποτε πιστωτικό έγγραφο μπορεί να επέχει θέση τιμολογίου
Μεταφράσεις
επέχω θέση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.