ισοδυναμώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ισοδυναμώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰσοδυναμῶ (-έω) < ἰσοδύναμος (ισοδύναμος)

Προφορά

ΔΦΑ : /i.so.ði.naˈmo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ισοδυναμώ
τονικό παρώνυμο: ισοδύναμο

Ρήμα

ισοδυναμώ, πρτ.: ισοδυναμούσα ελλειπτικό ρήμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ίσος και δύναμη

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ισοδυναμώ ισοδυναμούσα θα ισοδυναμώ να ισοδυναμώ ισοδυναμώντας
β' ενικ. ισοδυναμείς ισοδυναμούσες θα ισοδυναμείς να ισοδυναμείς
γ' ενικ. ισοδυναμεί ισοδυναμούσε θα ισοδυναμεί να ισοδυναμεί
α' πληθ. ισοδυναμούμε ισοδυναμούσαμε θα ισοδυναμούμε να ισοδυναμούμε
β' πληθ. ισοδυναμείτε ισοδυναμούσατε θα ισοδυναμείτε να ισοδυναμείτε ισοδυναμείτε
γ' πληθ. ισοδυναμούν(ε) ισοδυναμούσαν(ε) θα ισοδυναμούν(ε) να ισοδυναμούν(ε)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.