εξυπνότερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξυπνότερος | η | εξυπνότερη | το | εξυπνότερο |
| γενική | του | εξυπνότερου | της | εξυπνότερης | του | εξυπνότερου |
| αιτιατική | τον | εξυπνότερο | την | εξυπνότερη | το | εξυπνότερο |
| κλητική | εξυπνότερε | εξυπνότερη | εξυπνότερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξυπνότεροι | οι | εξυπνότερες | τα | εξυπνότερα |
| γενική | των | εξυπνότερων | των | εξυπνότερων | των | εξυπνότερων |
| αιτιατική | τους | εξυπνότερους | τις | εξυπνότερες | τα | εξυπνότερα |
| κλητική | εξυπνότεροι | εξυπνότερες | εξυπνότερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξυπνότερος < εξυπν-ότερος, συγκριτικός βαθμός του έξυπνος
Επίθετο
εξυπνότερος, -η, -ο
- που είναι πιο έξυπνος, πιο ευφυής από κάποιον άλλο (για ζωντανά πλάσματα)
- Τα λυκόσκυλα είναι εξυπνότερα από πολλές άλλες ράτσες, ίσως όμως όχι και από τα ημίαιμα
- που είναι ο πιο αποδοτικός, ο προσφορότερος, ο ενδεδειγμένος (για αφηρημένες έννοιες)
- Νομίζω ότι η εξυπνότερη λύση για θέρμανση σχετικά χαμηλού κόστους
Παράγωγα
- εξυπνότερα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.