εξυπνακίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξυπνακίστικος | η | εξυπνακίστικη | το | εξυπνακίστικο |
| γενική | του | εξυπνακίστικου | της | εξυπνακίστικης | του | εξυπνακίστικου |
| αιτιατική | τον | εξυπνακίστικο | την | εξυπνακίστικη | το | εξυπνακίστικο |
| κλητική | εξυπνακίστικε | εξυπνακίστικη | εξυπνακίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξυπνακίστικοι | οι | εξυπνακίστικες | τα | εξυπνακίστικα |
| γενική | των | εξυπνακίστικων | των | εξυπνακίστικων | των | εξυπνακίστικων |
| αιτιατική | τους | εξυπνακίστικους | τις | εξυπνακίστικες | τα | εξυπνακίστικα |
| κλητική | εξυπνακίστικοι | εξυπνακίστικες | εξυπνακίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξυπνακίστικος < εξυπνάκιας + -ίστικος
Επίθετο
εξυπνακίστικος, -η, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εξυπνάκιας, έξυπνος και ύπνος
Μεταφράσεις
εξυπνακίστικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.