εξοφλητήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εξοφλητήριο | τα | εξοφλητήρια |
| γενική | του | εξοφλητήριου & εξοφλητηρίου |
των | εξοφλητήριων & εξοφλητηρίων |
| αιτιατική | το | εξοφλητήριο | τα | εξοφλητήρια |
| κλητική | εξοφλητήριο | εξοφλητήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξοφλητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξοφλητήριος
Μεταφράσεις
εξοφλητήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.