εξοργιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξοργιστικός η εξοργιστική το εξοργιστικό
      γενική του εξοργιστικού της εξοργιστικής του εξοργιστικού
    αιτιατική τον εξοργιστικό την εξοργιστική το εξοργιστικό
     κλητική εξοργιστικέ εξοργιστική εξοργιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξοργιστικοί οι εξοργιστικές τα εξοργιστικά
      γενική των εξοργιστικών των εξοργιστικών των εξοργιστικών
    αιτιατική τους εξοργιστικούς τις εξοργιστικές τα εξοργιστικά
     κλητική εξοργιστικοί εξοργιστικές εξοργιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξοργιστικός < εξοργίζω + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksoɾ.ʝi.stiˈkos/

Επίθετο

εξοργιστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.