confess
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | confess |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | confesses |
| αόριστος | confessed |
| παθητική μετοχή | confessed |
| ενεργητική μετοχή | confessing |
Ρήμα
confess (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ομολογώ, παραδέχομαι, ειδικά τυπικά ή στην αστυνομία, ότι έχω κάνει κάτι λάθος ή παράνομο
- ↪ They tortured him to confess.
- Τον βασάνισαν για να ομολογήσει.
- ↪ She confessed that she had stolen the jewelry.
- Ομολόγησε ότι είχε κλέψει τα κοσμήματα.
- ↪ He confessed having stolen it.
- Παραδέχτηκε ότι το έκλεψε.
- ↪ They tortured him to confess.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ομολογώ, παραδέχομαι, κάτι για το οποίο νιώθω ντροπή ή αμηχανία
- ↪ He confessed he told lies.
- Ομολόγησε ότι είπε ψέματα.
- ↪ I confess that I’m scared of airplanes/snakes.
- Παραδέχομαι ότι φοβάμαι τ' αεροπλάνα/τα φίδια.
- ↪ He confessed he told lies.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εξομολογούμαι, κάνω μια εξομολόγηση, ομολογώ σε έναν ιερέα τις αμαρτίες μου
- ↪ I am confessing my sins.
- Εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου.
- ↪ I am confessing my sins.
Συγγενικά
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.