εξολοθρεύτρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξολοθρεύτρα οι εξολοθρεύτρες
      γενική της εξολοθρεύτρας
    αιτιατική την εξολοθρεύτρα τις εξολοθρεύτρες
     κλητική εξολοθρεύτρα εξολοθρεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξολοθρεύτρα < εξολοθρευ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρα

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kso.loˈθɾef.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξολοθρεύτρα

Ουσιαστικό

εξολοθρεύτρα θηλυκό

  • (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του εξολοθρεύτρια, θηλυκό του εξολοθρευτής [1]
      Μη γρήγορα θεριστεί η πόλη από φωτιάν εξολοθρεύτρα (παράδειγμα στο λεξικό: Το μεγάλο ετυμολογικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, Μονοτονικό, Μαλλιάρης Παιδεία, 1984 books.google)
      φωτιά φέρτε εξολοθρεύτρα, ώστε εγώ να κάψω τα πλοία και να σκοτώσω εκείνους στα πλοία δίπλα, τους Αργείους, μέσα στον καπνό πνιγμένους» (Μετάφραση: Ι. Ζερβός. Όμηρος, Ιλιάς, Ραψωδία Θ (8.183-184). στο Όμηρος, Ιλιάς, Ραψωδία Η-Μ, Εκδ. Οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1912 books.google)
    Μιλά ο Έκτορας. Το αρχαίο κείμενο, με έμφαση στο ρήμα ἐμπίμπρημι: «ὡς πυρὶ νῆας ἐνιπρήσω, κτείνω δὲ καὶ αὐτοὺς Ἀργείους παρὰ νηυσὶν ἀτυζομένους ὑπὸ καπνοῦ.»
      Κρατώ μια ιδέα του τόκου εξολοθρεύτρα (Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου. Αριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχος 747, Μνημοσύνη greek-language.gr, στίχοι 700-756)
    Μιλάει ο Στρεψιάδης. Το αρχαίο κείμενο: «ἔχω τόκου γνώμην ἀποστερητικήν»

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εξολοθρευτής

Αναφορές

  1. Το μεγάλο ετυμολογικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας, Μονοτονικό, Μαλλιάρης Παιδεία, 1984
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.