εξοικονόμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξοικονόμηση | οι | εξοικονομήσεις |
| γενική | της | εξοικονόμησης* | των | εξοικονομήσεων |
| αιτιατική | την | εξοικονόμηση | τις | εξοικονομήσεις |
| κλητική | εξοικονόμηση | εξοικονομήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξοικονομήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξοικονόμηση < θέμα εξοικονομη- (< εξοικονομώ) + -σις < -ση. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἐξοικονόμησις ("αποξένωση").[1]. Μορφολογικά, αναλύεται σε εξ- (εκ) + οἶκος + νέμω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksi.koˈno.mi.si/
Αναφορές
- εξοικονόμηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.