εξοικονόμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξοικονόμηση οι εξοικονομήσεις
      γενική της εξοικονόμησης* των εξοικονομήσεων
    αιτιατική την εξοικονόμηση τις εξοικονομήσεις
     κλητική εξοικονόμηση εξοικονομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξοικονομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξοικονόμηση < θέμα εξοικονομη- (< εξοικονομώ) + -σις < -ση. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἐξοικονόμησις ("αποξένωση").[1]. Μορφολογικά, αναλύεται σε εξ- (εκ) + οἶκος + νέμω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksi.koˈno.mi.si/

Ουσιαστικό

εξοικονόμηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.