εξευρίσκω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξευρίσκω < αρχαία ελληνική ἐξευρίσκω

Ρήμα

εξευρίσκω (παθητική φωνή: εξευρίσκομαι)

  1. βρίσκω, επινοώ
  2. (μεταφορικά) εξοικονομώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.