εξευγενιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξευγενιστικός η εξευγενιστική το εξευγενιστικό
      γενική του εξευγενιστικού της εξευγενιστικής του εξευγενιστικού
    αιτιατική τον εξευγενιστικό την εξευγενιστική το εξευγενιστικό
     κλητική εξευγενιστικέ εξευγενιστική εξευγενιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξευγενιστικοί οι εξευγενιστικές τα εξευγενιστικά
      γενική των εξευγενιστικών των εξευγενιστικών των εξευγενιστικών
    αιτιατική τους εξευγενιστικούς τις εξευγενιστικές τα εξευγενιστικά
     κλητική εξευγενιστικοί εξευγενιστικές εξευγενιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξευγενιστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

εξευγενιστικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.