εὐγενής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ εὐγενής | τὸ εὐγενές | οἱ, αἱ εὐγενεῖς | τὰ εὐγενῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς εὐγενοῦς | τοῦ εὐγενοῦς | τῶν εὐγενῶν | τῶν εὐγενῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ εὐγενεῖ | τῷ εὐγενεῖ | τοῖς, ταῖς εὐγενέσι(ν) | τοῖς εὐγενέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν εὐγενῆ | τὸ εὐγενές | τοὺς, τὰς εὐγενεῖς | τὰ εὐγενῆ |
| Κλητική | εὐγενές | εὐγενές | εὐγενεῖς | εὐγενῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | εὐγενεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | εὐγενοῖν | |||
Επίθετο
εὐγενής
- ευγενής, από αριστοκρατική οικογένεια
- ※ Κύλων ἦν Ἀθηναῖος ἀνὴρ Ὀλυμπιονίκης τῶν πάλαι εὐγενής τε καὶ δυνατός (Θουκυδ. 1.126.3.2)
Πηγές
- εὐγενής - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὐγενής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐγενής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.