εξελεγκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξελεγκτικός | η | εξελεγκτική | το | εξελεγκτικό |
| γενική | του | εξελεγκτικού | της | εξελεγκτικής | του | εξελεγκτικού |
| αιτιατική | τον | εξελεγκτικό | την | εξελεγκτική | το | εξελεγκτικό |
| κλητική | εξελεγκτικέ | εξελεγκτική | εξελεγκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξελεγκτικοί | οι | εξελεγκτικές | τα | εξελεγκτικά |
| γενική | των | εξελεγκτικών | των | εξελεγκτικών | των | εξελεγκτικών |
| αιτιατική | τους | εξελεγκτικούς | τις | εξελεγκτικές | τα | εξελεγκτικά |
| κλητική | εξελεγκτικοί | εξελεγκτικές | εξελεγκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξελεγκτικός < εξελέγχω
Επίθετο
εξελεγκτικός
- που (προορίζεται για να) εξελέγχει
- Η Εξελεγκτική Επιτροπή ενός συλλόγου έχει έργο να εξετάζει και διαπιστώνει εάν οι διαχειριστικές πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου έγιναν σύμφωνα με το καταστατικό του συλλόγου.
- που αφορά εξέλεγχο
Μεταφράσεις
εξελεγκτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.