εξελέγχω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξελέγχω < αρχαία ελληνική ἐξελέγχω
Ρήμα
εξελέγχω (παθητική φωνή: εξελέγχομαι)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ανεξέλεγκτα
- ανεξέλεγκτος
- δυσεξέλεγκτος
- εξελεγκτικός
- εξέλεγξη
- εξέλεγχος
- → δείτε τη λέξη ελέγχω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξελέγχω | εξέλεγχα | θα εξελέγχω | να εξελέγχω | εξελέγχοντας | |
| β' ενικ. | εξελέγχεις | εξέλεγχες | θα εξελέγχεις | να εξελέγχεις | εξέλεγχε | |
| γ' ενικ. | εξελέγχει | εξέλεγχε | θα εξελέγχει | να εξελέγχει | ||
| α' πληθ. | εξελέγχουμε | εξελέγχαμε | θα εξελέγχουμε | να εξελέγχουμε | ||
| β' πληθ. | εξελέγχετε | εξελέγχατε | θα εξελέγχετε | να εξελέγχετε | εξελέγχετε | |
| γ' πληθ. | εξελέγχουν(ε) | εξέλεγχαν εξελέγχαν(ε) |
θα εξελέγχουν(ε) | να εξελέγχουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξέλεγξα | θα εξελέγξω | να εξελέγξω | εξελέγξει | ||
| β' ενικ. | εξέλεγξες | θα εξελέγξεις | να εξελέγξεις | εξέλεγξε | ||
| γ' ενικ. | εξέλεγξε | θα εξελέγξει | να εξελέγξει | |||
| α' πληθ. | εξελέγξαμε | θα εξελέγξουμε | να εξελέγξουμε | |||
| β' πληθ. | εξελέγξατε | θα εξελέγξετε | να εξελέγξετε | εξελέγξτε | ||
| γ' πληθ. | εξέλεγξαν εξελέγξαν(ε) |
θα εξελέγξουν(ε) | να εξελέγξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξελέγξει | είχα εξελέγξει | θα έχω εξελέγξει | να έχω εξελέγξει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξελέγξει | είχες εξελέγξει | θα έχεις εξελέγξει | να έχεις εξελέγξει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξελέγξει | είχε εξελέγξει | θα έχει εξελέγξει | να έχει εξελέγξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξελέγξει | είχαμε εξελέγξει | θα έχουμε εξελέγξει | να έχουμε εξελέγξει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξελέγξει | είχατε εξελέγξει | θα έχετε εξελέγξει | να έχετε εξελέγξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξελέγξει | είχαν εξελέγξει | θα έχουν εξελέγξει | να έχουν εξελέγξει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξελέγχομαι | εξελεγχόμουν(α) | θα εξελέγχομαι | να εξελέγχομαι | ||
| β' ενικ. | εξελέγχεσαι | εξελεγχόσουν(α) | θα εξελέγχεσαι | να εξελέγχεσαι | (εξελέγχου) | |
| γ' ενικ. | εξελέγχεται | εξελεγχόταν(ε) | θα εξελέγχεται | να εξελέγχεται | ||
| α' πληθ. | εξελεγχόμαστε | εξελεγχόμαστε εξελεγχόμασταν |
θα εξελεγχόμαστε | να εξελεγχόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξελέγχεστε | εξελεγχόσαστε εξελεγχόσασταν |
θα εξελέγχεστε | να εξελέγχεστε | (εξελέγχεστε) | |
| γ' πληθ. | εξελέγχονται | εξελέγχονταν εξελεγχόντουσαν |
θα εξελέγχονται | να εξελέγχονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξελέγχθηκα | θα εξελεγχθώ | να εξελεγχθώ | εξελεγχθεί | ||
| β' ενικ. | εξελέγχθηκες | θα εξελεγχθείς | να εξελεγχθείς | εξελέγξου | ||
| γ' ενικ. | εξελέγχθηκε | θα εξελεγχθεί | να εξελεγχθεί | |||
| α' πληθ. | εξελεγχθήκαμε | θα εξελεγχθούμε | να εξελεγχθούμε | |||
| β' πληθ. | εξελεγχθήκατε | θα εξελεγχθείτε | να εξελεγχθείτε | εξελεγχθείτε | ||
| γ' πληθ. | εξελέγχθηκαν εξελεγχθήκαν(ε) |
θα εξελεγχθούν(ε) | να εξελεγχθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξελεγχθεί | είχα εξελεγχθεί | θα έχω εξελεγχθεί | να έχω εξελεγχθεί | εξελεγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξελεγχθεί | είχες εξελεγχθεί | θα έχεις εξελεγχθεί | να έχεις εξελεγχθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξελεγχθεί | είχε εξελεγχθεί | θα έχει εξελεγχθεί | να έχει εξελεγχθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξελεγχθεί | είχαμε εξελεγχθεί | θα έχουμε εξελεγχθεί | να έχουμε εξελεγχθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξελεγχθεί | είχατε εξελεγχθεί | θα έχετε εξελεγχθεί | να έχετε εξελεγχθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξελεγχθεί | είχαν εξελεγχθεί | θα έχουν εξελεγχθεί | να έχουν εξελεγχθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.