εξελέγχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξελέγχω < αρχαία ελληνική ἐξελέγχω

Ρήμα

εξελέγχω (παθητική φωνή: εξελέγχομαι)

  • (λόγιο) εξετάζω με σκοπό να διαπιστώσω αν κάτι είναι, γίνεται ή έγινε όπως πρέπει

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.