εξεικόνιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξεικόνιση | οι | εξεικονίσεις |
| γενική | της | εξεικόνισης* | των | εξεικονίσεων |
| αιτιατική | την | εξεικόνιση | τις | εξεικονίσεις |
| κλητική | εξεικόνιση | εξεικονίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξεικονίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξεικόνιση < ελληνιστική κοινή ἐξεικόνισις[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksiˈko.ni.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξει‐κό‐νι‐ση
Ουσιαστικό
εξεικόνιση θηλυκό
- η απεικόνιση, η αναπαράσταση ενός εσωτερικού κόσμου ή εξωτερικού με εικαστικά (π.χ. ζωγραφικής, κινηματογράφου, θεάτρου) μέσα ή διαμέσου του λόγου (προφορικά, εθίμου, λογοτεχνία)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εξεικόνιση
|
|
Αναφορές
- εξεικονίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.