εξεικονίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξεικονίζομαι: παθητική φωνή του ρήματος εξεικονίζω
Ρήμα
εξεικονίζομαι
- (λόγιο) απεικονίζομαι, περιγράφομαι εμφατικά με εικόνες
- Κέντρο τόσο του παλαιότερου όσο και του σημερινού βιβλίου θα παραμείνει η κατάθλιψη, που θα εξεικονιστεί σε αμφότερα χωρίς τον παραμικρό μελοδραματικό τόνο. (*)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξεικονίζομαι | εξεικονιζόμουν(α) | θα εξεικονίζομαι | να εξεικονίζομαι | ||
| β' ενικ. | εξεικονίζεσαι | εξεικονιζόσουν(α) | θα εξεικονίζεσαι | να εξεικονίζεσαι | (εξεικονίζου) | |
| γ' ενικ. | εξεικονίζεται | εξεικονιζόταν(ε) | θα εξεικονίζεται | να εξεικονίζεται | ||
| α' πληθ. | εξεικονιζόμαστε | εξεικονιζόμαστε εξεικονιζόμασταν |
θα εξεικονιζόμαστε | να εξεικονιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εξεικονίζεστε | εξεικονιζόσαστε εξεικονιζόσασταν |
θα εξεικονίζεστε | να εξεικονίζεστε | (εξεικονίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εξεικονίζονται | εξεικονίζονταν εξεικονιζόντουσαν |
θα εξεικονίζονται | να εξεικονίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξεικονίστηκα | θα εξεικονιστώ | να εξεικονιστώ | εξεικονιστεί | ||
| β' ενικ. | εξεικονίστηκες | θα εξεικονιστείς | να εξεικονιστείς | εξεικονίσου | ||
| γ' ενικ. | εξεικονίστηκε | θα εξεικονιστεί | να εξεικονιστεί | |||
| α' πληθ. | εξεικονιστήκαμε | θα εξεικονιστούμε | να εξεικονιστούμε | |||
| β' πληθ. | εξεικονιστήκατε | θα εξεικονιστείτε | να εξεικονιστείτε | εξεικονιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εξεικονίστηκαν εξεικονιστήκαν(ε) |
θα εξεικονιστούν(ε) | να εξεικονιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εξεικονιστεί | είχα εξεικονιστεί | θα έχω εξεικονιστεί | να έχω εξεικονιστεί | εξεικονισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εξεικονιστεί | είχες εξεικονιστεί | θα έχεις εξεικονιστεί | να έχεις εξεικονιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εξεικονιστεί | είχε εξεικονιστεί | θα έχει εξεικονιστεί | να έχει εξεικονιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξεικονιστεί | είχαμε εξεικονιστεί | θα έχουμε εξεικονιστεί | να έχουμε εξεικονιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εξεικονιστεί | είχατε εξεικονιστεί | θα έχετε εξεικονιστεί | να έχετε εξεικονιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξεικονιστεί | είχαν εξεικονιστεί | θα έχουν εξεικονιστεί | να έχουν εξεικονιστεί | ||
Μεταφράσεις
εξεικονίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.