εξαπατήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξαπατήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαπατώ
  2. θα εξαπατήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαπατώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξαπατήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξαπάτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.