εξαιρετός
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαιρετός | η | εξαιρετή | το | εξαιρετό |
| γενική | του | εξαιρετού | της | εξαιρετής | του | εξαιρετού |
| αιτιατική | τον | εξαιρετό | την | εξαιρετή | το | εξαιρετό |
| κλητική | εξαιρετέ | εξαιρετή | εξαιρετό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαιρετοί | οι | εξαιρετές | τα | εξαιρετά |
| γενική | των | εξαιρετών | των | εξαιρετών | των | εξαιρετών |
| αιτιατική | τους | εξαιρετούς | τις | εξαιρετές | τα | εξαιρετά |
| κλητική | εξαιρετοί | εξαιρετές | εξαιρετά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Νέα ελληνικά (el)
Σημειώσεις
Στα ρηματικά επίθετα σε -τος, όταν υπάρχει η έννοια του δυνατού διατηρούν τον τόνο στη λήγουσα και είναι τρικατάληκτα, όπως εδώ, ενώ, αν στη σύνθεση υπάρχει η έννοια του παθητικού παρακειμένου αναβιβάζουν τον τόνο και είναι δικατάληκτα, όπως εξαίρετος
Μεταφράσεις
εξαιρετός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.