εξαιρετικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξαιρετικότητα | οι | εξαιρετικότητες |
| γενική | της | εξαιρετικότητας | των | εξαιρετικοτήτων |
| αιτιατική | την | εξαιρετικότητα | τις | εξαιρετικότητες |
| κλητική | εξαιρετικότητα | εξαιρετικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαιρετικότητα < εξαιρετικός + -ότητα
Μεταφράσεις
εξαιρετικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.