εξαδελφούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξαδελφούλα | οι | εξαδελφούλες |
| γενική | της | εξαδελφούλας | — | |
| αιτιατική | την | εξαδελφούλα | τις | εξαδελφούλες |
| κλητική | εξαδελφούλα | εξαδελφούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαδελφούλα < εξαδέλφ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksa.ðelˈfu.la/
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξαδέρφη
εξαδελφούλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.