εξαήμερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαήμερος η εξαήμερη το εξαήμερο
      γενική του εξαήμερου της εξαήμερης του εξαήμερου
    αιτιατική τον εξαήμερο την εξαήμερη το εξαήμερο
     κλητική εξαήμερε εξαήμερη εξαήμερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαήμεροι οι εξαήμερες τα εξαήμερα
      γενική των εξαήμερων των εξαήμερων των εξαήμερων
    αιτιατική τους εξαήμερους τις εξαήμερες τα εξαήμερα
     κλητική εξαήμεροι εξαήμερες εξαήμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξαήμερος < εξα- + ημέρ(α) + -ος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

εξαήμερος, -η, -ο

  • που διαρκεί έξι ημέρες
    εξαήμερη εβδομάδα εργασίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.