εξάμετρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξάμετρος η εξάμετρη το εξάμετρο
      γενική του εξάμετρου της εξάμετρης του εξάμετρου
    αιτιατική τον εξάμετρο την εξάμετρη το εξάμετρο
     κλητική εξάμετρε εξάμετρη εξάμετρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξάμετροι οι εξάμετρες τα εξάμετρα
      γενική των εξάμετρων των εξάμετρων των εξάμετρων
    αιτιατική τους εξάμετρους τις εξάμετρες τα εξάμετρα
     κλητική εξάμετροι εξάμετρες εξάμετρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξάμετρος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

εξάμετρος, -η, -ο

εξάμετρος στίχος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.