εξάεδρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξάεδρο τα εξάεδρα
      γενική του εξάεδρου
& εξαέδρου
των εξάεδρων
& εξαέδρων
    αιτιατική το εξάεδρο τα εξάεδρα
     κλητική εξάεδρο εξάεδρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξάεδρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξάεδρος

Ουσιαστικό

εξάεδρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.