εν αρχή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εν αρχή < (ελληνιστική κοινή ) ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος (πρώτη φράση στο Κατὰ Ἰωάννην ευαγγέλιο) < ἐν, ἀρχῇ (δοτική ενικού του ἀρχή)  δείτε τις λέξεις εν και αρχή

Έκφραση

εν αρχή

  • (αρχαιοπρεπές) στην αρχή, αρχικά
    Εν αρχή ην ο λόγος (πρώτη φράση του κατά Ιωάννη ευαγγελίου)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.