εντερόκοκκος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εντερόκοκκος < νεολατινική enterococcus. Αναλύεται σε εντερό- + κόκκος
Ουσιαστικό
εντερόκοκκος αρσενικό
- (ιατρική) βακτήριο που ανήκει στην τάξη του στρεπτόκοκκου, συχνά παθογόνο, που μπορεί να επιφέρει λοιμώξεις, όπως σηψαιμία, ουρολοίμωξη κ.λπ.
Μεταφράσεις
εντερόκοκκος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.