εντεραλγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εντεραλγία οι εντεραλγίες
      γενική της εντεραλγίας των εντεραλγιών
    αιτιατική την εντεραλγία τις εντεραλγίες
     κλητική εντεραλγία εντεραλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εντεραλγία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εντεραλγία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.