ενταμίευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενταμίευση οι ενταμιεύσεις
      γενική της ενταμίευσης* των ενταμιεύσεων
    αιτιατική την ενταμίευση τις ενταμιεύσεις
     κλητική ενταμίευση ενταμιεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενταμιεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενταμίευση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ενταμίευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.