ενσπέρματος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενσπέρματος | η | ενσπέρματη | το | ενσπέρματο |
| γενική | του | ενσπέρματου | της | ενσπέρματης | του | ενσπέρματου |
| αιτιατική | τον | ενσπέρματο | την | ενσπέρματη | το | ενσπέρματο |
| κλητική | ενσπέρματε | ενσπέρματη | ενσπέρματο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενσπέρματοι | οι | ενσπέρματες | τα | ενσπέρματα |
| γενική | των | ενσπέρματων | των | ενσπέρματων | των | ενσπέρματων |
| αιτιατική | τους | ενσπέρματους | τις | ενσπέρματες | τα | ενσπέρματα |
| κλητική | ενσπέρματοι | ενσπέρματες | ενσπέρματα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενσπέρματος < ελληνιστική κοινή ἐνσπέρματος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σπέρμα
Μεταφράσεις
ενσπέρματος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.