εννιαπλάσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εννιαπλάσιος | η | εννιαπλάσια | το | εννιαπλάσιο |
| γενική | του | εννιαπλάσιου | της | εννιαπλάσιας | του | εννιαπλάσιου |
| αιτιατική | τον | εννιαπλάσιο | την | εννιαπλάσια | το | εννιαπλάσιο |
| κλητική | εννιαπλάσιε | εννιαπλάσια | εννιαπλάσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εννιαπλάσιοι | οι | εννιαπλάσιες | τα | εννιαπλάσια |
| γενική | των | εννιαπλάσιων | των | εννιαπλάσιων | των | εννιαπλάσιων |
| αιτιατική | τους | εννιαπλάσιους | τις | εννιαπλάσιες | τα | εννιαπλάσια |
| κλητική | εννιαπλάσιοι | εννιαπλάσιες | εννιαπλάσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εννιαπλάσιος < εννεαπλάσιος σε γρήγορο λόγο κατά το εννιά, εννια- + -πλάσιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɲaˈpla.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐νια‐πλά‐σι‐ος
Επίθετο
εννιαπλάσιος, -α, -ο
- (αναλογικό αριθμητικό) εννεαπλάσιος
- ※ Ο προσδιορισμός αλληλουχίας πραγματοποιήθηκε στο 11% των θετικών κρουσμάτων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και ο αριθμός των κρουσμάτων είναι εννιαπλάσιος (ΑΠΕ-ΜΠΕ, 2 Ιανουαρίου 2021)
Συγγενικά
- εννιαπλός
- εννιαπλασιάζω
- εννιαπλασιασμός
Μεταφράσεις
εννιαπλάσιος
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2008). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Εʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), σ. 263. Στο Google books· πρόσβαση: 2021-10-23.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.