εννιακοσιοστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εννιακοσιοστός | η | εννιακοσιοστή | το | εννιακοσιοστό |
| γενική | του | εννιακοσιοστού | της | εννιακοσιοστής | του | εννιακοσιοστού |
| αιτιατική | τον | εννιακοσιοστό | την | εννιακοσιοστή | το | εννιακοσιοστό |
| κλητική | εννιακοσιοστέ | εννιακοσιοστή | εννιακοσιοστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εννιακοσιοστοί | οι | εννιακοσιοστές | τα | εννιακοσιοστά |
| γενική | των | εννιακοσιοστών | των | εννιακοσιοστών | των | εννιακοσιοστών |
| αιτιατική | τους | εννιακοσιοστούς | τις | εννιακοσιοστές | τα | εννιακοσιοστά |
| κλητική | εννιακοσιοστοί | εννιακοσιοστές | εννιακοσιοστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εννιακοσιοστός < εννιακόσια
Επίθετο
εννιακοσιοστός, -ή, -ό
- το τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στον αριθμό εννιακόσια
- ο ένας από τους εννιακόσιους ίσους όρους ενός συνόλου
Μεταφράσεις
εννιακοσιοστός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.