ενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενικός | οι | ενικοί |
| γενική | του | ενικού | των | ενικών |
| αιτιατική | τον | ενικό | τους | ενικούς |
| κλητική | ενικέ | ενικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑνικός εννοείται ἀριθμός (αριθμός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νι‐κός
Ουσιαστικό
ενικός αρσενικό
- (γραμματική, ενικός αριθμός) οι μορφές ενός κλιτού μέρους του λόγου που αναφέρονται σε ένα
- ↪ το ουσιαστικό «Χριστούγεννα» δεν υπάρχει στον ενικό αριθμό, παρά μόνον στον πληθυντικό
Συγγενικά
- πληθυντικός, πληθυντικός αριθμός
- δυϊκός, δυϊκός αριθμός
Μεταφράσεις
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.