ενθυμητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενθυμητικός | η | ενθυμητική | το | ενθυμητικό |
| γενική | του | ενθυμητικού | της | ενθυμητικής | του | ενθυμητικού |
| αιτιατική | τον | ενθυμητικό | την | ενθυμητική | το | ενθυμητικό |
| κλητική | ενθυμητικέ | ενθυμητική | ενθυμητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενθυμητικοί | οι | ενθυμητικές | τα | ενθυμητικά |
| γενική | των | ενθυμητικών | των | ενθυμητικών | των | ενθυμητικών |
| αιτιατική | τους | ενθυμητικούς | τις | ενθυμητικές | τα | ενθυμητικά |
| κλητική | ενθυμητικοί | ενθυμητικές | ενθυμητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενθυμητικός < μεσαιωνική ελληνική ἐνθυμητικός < αρχαία ελληνική ἐνθυμέομαι
Μεταφράσεις
ενθυμητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.