ενδυναμωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδυναμωτικός η ενδυναμωτική το ενδυναμωτικό
      γενική του ενδυναμωτικού της ενδυναμωτικής του ενδυναμωτικού
    αιτιατική τον ενδυναμωτικό την ενδυναμωτική το ενδυναμωτικό
     κλητική ενδυναμωτικέ ενδυναμωτική ενδυναμωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδυναμωτικοί οι ενδυναμωτικές τα ενδυναμωτικά
      γενική των ενδυναμωτικών των ενδυναμωτικών των ενδυναμωτικών
    αιτιατική τους ενδυναμωτικούς τις ενδυναμωτικές τα ενδυναμωτικά
     κλητική ενδυναμωτικοί ενδυναμωτικές ενδυναμωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενδυναμωτικός < ενδυνάμωση + -τικός

Επίθετο

ενδυναμωτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.