ενδοσχολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδοσχολικός | η | ενδοσχολική | το | ενδοσχολικό |
| γενική | του | ενδοσχολικού | της | ενδοσχολικής | του | ενδοσχολικού |
| αιτιατική | τον | ενδοσχολικό | την | ενδοσχολική | το | ενδοσχολικό |
| κλητική | ενδοσχολικέ | ενδοσχολική | ενδοσχολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδοσχολικοί | οι | ενδοσχολικές | τα | ενδοσχολικά |
| γενική | των | ενδοσχολικών | των | ενδοσχολικών | των | ενδοσχολικών |
| αιτιατική | τους | ενδοσχολικούς | τις | ενδοσχολικές | τα | ενδοσχολικά |
| κλητική | ενδοσχολικοί | ενδοσχολικές | ενδοσχολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- ενδοσχολικά
- ενδοσχολικώς
- → δείτε τις λέξεις ένδον, σχολείο και σχόλη
Μεταφράσεις
ενδοσχολικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.