ενδοσηραγγώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοσηραγγώδης η ενδοσηραγγώδης το ενδοσηραγγώδες
      γενική του ενδοσηραγγώδους της ενδοσηραγγώδους του ενδοσηραγγώδους
    αιτιατική τον ενδοσηραγγώδη την ενδοσηραγγώδη το ενδοσηραγγώδες
     κλητική ενδοσηραγγώδη(ς) ενδοσηραγγώδης ενδοσηραγγώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοσηραγγώδεις οι ενδοσηραγγώδεις τα ενδοσηραγγώδη
      γενική των ενδοσηραγγωδών των ενδοσηραγγωδών των ενδοσηραγγωδών
    αιτιατική τους ενδοσηραγγώδεις τις ενδοσηραγγώδεις τα ενδοσηραγγώδη
     κλητική ενδοσηραγγώδεις ενδοσηραγγώδεις ενδοσηραγγώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενδοσηραγγώδης < ενδο- + σηραγγώδης

Επίθετο

ενδοσηραγγώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.