ενδοπεϊκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενδοπεϊκός | η | ενδοπεϊκή | το | ενδοπεϊκό |
| γενική | του | ενδοπεϊκού | της | ενδοπεϊκής | του | ενδοπεϊκού |
| αιτιατική | τον | ενδοπεϊκό | την | ενδοπεϊκή | το | ενδοπεϊκό |
| κλητική | ενδοπεϊκέ | ενδοπεϊκή | ενδοπεϊκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενδοπεϊκοί | οι | ενδοπεϊκές | τα | ενδοπεϊκά |
| γενική | των | ενδοπεϊκών | των | ενδοπεϊκών | των | ενδοπεϊκών |
| αιτιατική | τους | ενδοπεϊκούς | τις | ενδοπεϊκές | τα | ενδοπεϊκά |
| κλητική | ενδοπεϊκοί | ενδοπεϊκές | ενδοπεϊκά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.