contingent
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- contingent < παλαιά γαλλική contingent < λατινική contingens < contingere < com- + tangere
Επίθετο
contingent (en)
- απρόβλεπτος, ασταθής λόγω τυχαιότητας, που παρασύρεται (όχι λόγω συμπεριφορικής ακράτειας αλλά λόγω απροβλεψιμότητας) από τις πιθανότητες και την απροσδιοριστία της τύχης
- ενδεχόμενος
- εξαρτώμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.