εναποταμίευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εναποταμίευση | οι | εναποταμιεύσεις |
| γενική | της | εναποταμίευσης* | των | εναποταμιεύσεων |
| αιτιατική | την | εναποταμίευση | τις | εναποταμιεύσεις |
| κλητική | εναποταμίευση | εναποταμιεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εναποταμιεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εναποταμίευση < εν- + αποταμίευση
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.na.po.taˈmi.ef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐να‐πο‐τα‐μί‐ευ‐ση
Μεταφράσεις
εναποταμίευση
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- εναποταμίευση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.