εναποταμίευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εναποταμίευση οι εναποταμιεύσεις
      γενική της εναποταμίευσης* των εναποταμιεύσεων
    αιτιατική την εναποταμίευση τις εναποταμιεύσεις
     κλητική εναποταμίευση εναποταμιεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εναποταμιεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εναποταμίευση < εν- + αποταμίευση

Προφορά

ΔΦΑ : /e.na.po.taˈmi.ef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εναποταμίευση

Ουσιαστικό

εναποταμίευση θηλυκό

  1. η αποθήκευση ή συγκέντρωση σε ένα σημείο
  2. η αποταμίευση χρημάτων

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.