εναιώρημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εναιώρημα | τα | εναιωρήματα |
| γενική | του | εναιωρήματος | των | εναιωρημάτων |
| αιτιατική | το | εναιώρημα | τα | εναιωρήματα |
| κλητική | εναιώρημα | εναιωρήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εναιώρημα < αρχαία ελληνική (ἐναιώρημα). < Από το ρήμα ἐναιωροῦμαι.
Ουσιαστικό
εναιώρημα ουδέτερο
- Διάλυμα ουσίας που αιωρείται μέσα σε ένα υγρό.
- ενέσιμο υδατικό εναιώρημα
Μεταφράσεις
εναιώρημα
|
'
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.