εμποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμποίηση | οι | εμποιήσεις |
| γενική | της | εμποίησης* | των | εμποιήσεων |
| αιτιατική | την | εμποίηση | τις | εμποιήσεις |
| κλητική | εμποίηση | εμποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εμποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμποίηση < ελληνιστική κοινή ἐμποίησις < αρχαία ελληνική ἐμποιέω / ἐμποιῶ < ἐν + ποιέω / ποιῶ
Μεταφράσεις
εμποίηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.