εμπειροτέχνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εμπειροτέχνης | οι | εμπειροτέχνες |
| γενική | του | εμπειροτέχνη | των | εμπειροτεχνών |
| αιτιατική | τον | εμπειροτέχνη | τους | εμπειροτέχνες |
| κλητική | εμπειροτέχνη | εμπειροτέχνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εμπειροτέχνης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.