εμπειριοκριτικισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εμπειριοκριτικισμός | οι | εμπειριοκριτικισμοί |
| γενική | του | εμπειριοκριτικισμού | των | εμπειριοκριτικισμών |
| αιτιατική | τον | εμπειριοκριτικισμό | τους | εμπειριοκριτικισμούς |
| κλητική | εμπειριοκριτικισμέ | εμπειριοκριτικισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμπειριοκριτικισμός < εμπειρία + -ο- + κριτικισμός
Ουσιαστικό
εμπειριοκριτικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) θεωρία που πρεσβεύει ότι οι αισθήσεις και η εμπειρία οδηγούν στην αλήθεια, ενώ οι σκέψη και η μεταφυσική αντίληψη την αλλοιώνουν
Μεταφράσεις
εμπειριοκριτικισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.