εμπειριοκριτικισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμπειριοκριτικισμός οι εμπειριοκριτικισμοί
      γενική του εμπειριοκριτικισμού των εμπειριοκριτικισμών
    αιτιατική τον εμπειριοκριτικισμό τους εμπειριοκριτικισμούς
     κλητική εμπειριοκριτικισμέ εμπειριοκριτικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπειριοκριτικισμός < εμπειρία + -ο- + κριτικισμός

Ουσιαστικό

εμπειριοκριτικισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.