εμπαικτικώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εμπαικτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐμπαικτικῶς. Μορφολογικά αναλύεται σε εμπαικτικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

εμπαικτικώς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.